Πώς να ενθαρρύνουμε και να υποστηρίξουμε τα παιδιά στα πρώτα βήματα εκμάθησης μιας ξένης γλώσσας
Επιμέλεια: Europalso p11
Μ. Μ.
MA in Language Learning Υποψήφια Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Greenwich
Αδιαμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες επιτυχίας είναι η ενθάρρυνση. Τα παιδιά που νιώθουν ότι οι άλλοι πιστεύουν σε εκείνα και στην επιτυχία τους, συνήθως τα καταφέρνουν καλύτερα με ό,τι καταπιαστούν. Το ίδιο ισχύει και για την κατάκτηση μιας ξένης γλώσσας. Το πρόβλημα βέβαια σε αυτήν την περίπτωση είναι, πως η κατάκτηση της ξένης γλώσσας αποτελεί μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή διαδικασία, η οποία δεν μπορεί να συγκριθεί με οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα. Αντίθετα με την εκμάθηση κάποιου σπορ, όπου η συνεχής και επίπονη εξάσκηση σε μια συγκεκριμένη τεχνική ή κίνηση, μπορεί να έχει εμφανή και άμεσα αποτελέσματα και επομένως, άμεση επιβράβευση και ενθάρρυνση για περαιτέρω προσπάθεια, η εκμάθηση της ξένης γλώσσας δεν έχει τόσο άμεσα αποτελέσματα στα πρώτα στάδια. Ως εκ τούτου, πολλοί γονείς αγωνιούν για την πρόοδο του παιδιού τους. Κάποιες φορές, μάλιστα, αυτή τους η αγωνία μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη στην πρόοδο του παιδιού, μιας και περνά το μήνυμα της ανικανότητας ή και της αποτυχίας του παιδιού, να κατακτήσει τη γλώσσα.
Σαφώς, κανένας γονιός δεν έχει αυτήν την πρόθεση για την πορεία του παιδιού του. Αντιθέτως, η επιθυμία όλων μας, είναι να βλέπουμε τα παιδιά μας να επιτυγχάνουν σε κάθε τους τόλμημα. Παρόλα αυτά, βασισμένοι ίσως σε παλιές αντιλήψεις, είναι σύνηθες το φαινόμενο να προσπαθούμε να μετρήσουμε τις γλωσσικές ικανότητες των παιδιών μας με βάση την ικανότητά τους να παράγουν την ξένη γλώσσα, ακόμα και κατά τα πρώτα στάδια της διαδικασίας. Δυστυχώς, αυτή η λάθος τεχνική, απογοητεύει τόσο τους γονείς, άλλα και πολύ περισσότερο, τα παιδιά μας. Ιδιαίτερα όταν συνοδεύεται από ατυχείς συγκρίσεις με κάποιο άλλο συνομήλικο παιδάκι που μπορεί να παράγει την γλώσσα κάπως καλύτερα από το δικό μας. Η αιτία βρίσκεται σε παλιότερες αντιλήψεις σχετικά με την εκμάθηση της γλώσσας, όταν πιστεύαμε πως η γλώσσα διδάσκεται, όπως και κάθε άλλη δεξιότητα και αποτελεί αντίστοιχη διαδικασία με το να μάθεις πιάνο ή τένις. Οι νεότερες έρευνες όμως, καταδεικνύουν πως η εκμάθηση της ξένης γλώσσας αποτελεί μια πιο σύνθετη διαδικασία, κατά την οποία τα παιδιά δημιουργούν ένα νέο γλωσσικό σύστημα στον εγκέφαλό τους. Αρχικά, βασίζονται στις πληροφορίες που εισπράττουν όσον αφορά την ξένη γλώσσα και με βάση αυτές, δημιουργούν διανοητικές απεικονίσεις της γλώσσας. Σε δεύτερη φάση, χρησιμοποιούν αυτές τις απεικονίσεις, οι οποίες δεν είναι πάντα σωστές, για να εκφραστούν, όταν αντιληφθούν ότι είναι σωστό αυτό που είπαν, το καταχωρούν, όταν όμως είναι λάθος (δηλ. διορθωθούν από την δασκάλα ή κάποιον συμμαθητή τους) ξαναρχίζουν τη διαδικασία από την αρχή. Αυτό επαναλαμβάνεται άπειρες φορές κατά την εκμάθηση της ξένης γλώσσας. Κάθε φορά λοιπόν οι γονείς, όπως κάνουν και οι εκπαιδευτικοί, πρέπει να ενθαρρύνουν βήμα-βήμα την προσπάθεια των παιδιών μας, να αποκτήσουν αρχικά τις σωστές νοητικές απεικονίσεις της γλώσσας που μαθαίνουν και έπειτα να εκφραστούν χρησιμοποιώντας, όσες έχουν εσωτερικεύσει.
Με λίγα λόγια, είναι πιο αποτελεσματικό για την πρόοδο των παιδιών μας, να τα ενθαρρύνουμε και να τα επιβραβεύουμε για όλα όσα έχουν κατακτήσει και όχι να αγωνιούμε για όσα αποδεδειγμένα, δεν είναι ακόμα έτοιμα να παράγουν. Έτσι κατά τα πρώτα στάδια, αν θέλουμε να βεβαιωθούμε για την πρόοδο των παιδιών μας, είναι καλύτερο να τσεκάρουμε τι μπορούν να αντιληφθούν σχετικά με τη γλώσσα που μαθαίνουν και όχι τι μπορούν να εκφράσουν, σε αυτή τη γλώσσα. Με αυτό τον τρόπο, θα μετριάσουμε την δική μας αγωνία αλλά και θα στηρίξουμε ουσιαστικά τα παιδιά μας, αφού θα μπορούμε να τα ενθαρρύνουμε και να τα επιβραβεύσουμε για όλα όσα έχουν πραγματικά κατακτήσει, αποδεικνύοντάς τους για άλλη μια φορά ότι είμαστε δίπλα τους και τα στηρίζουμε σε κάθε τους προσπάθεια, έως την τελική κατάκτηση της επιτυχίας.